- τίρα μόλα
- Νναυτ. πρόσταγμα κατά τους χειρισμούς τής ιστιοφορίας, που σημαίνει μεταβολή τού πετάσματος τών ιστίων κατά τις αναστροφές και τις υποστροφές τού ιστιοφόρου πλοίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. φρ. tira emolla].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μόλα — (I) (ναυτ. πρόσταγμα) άφησε, λύσε (α. «έγια μόλα» β. «μόλα μπάντου» γ. «τίρα μόλα» δ. «μόλα κάβο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. molla, προστ. τού mollare «αφήνω, χαλαρώνω»]. (II) η ζωολ. γένος τετραοδοντοειδών οστεϊχθύων τής οικογένειας molidae. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
τιραμολάρω — Ν [τίρα μόλα] ναυτ. μεταβάλλω την ιστιοφορία κατά τη στροφή τού πλοίου … Dictionary of Greek